Δύο δυσεύρετα κυπριακά θεατρικά έργα
1. Θεόδουλος Κωνσταντινίδης, Δύο εισέτι του έρωτος θύματα ή τα κατ’ Ευανθίαν και Αγησίλαον. Δράμα εις πράξεις τρεις. Εν Σμύρνη, Τύποις Νικολάου Α. Δαμιανού, 1873.
Η έρευνα για τον εντοπισμό σπάνιων εκδόσεων θεατρικών κειμένων του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα προσκρούει σε πολλές και συχνά ανυπέρβλητες δυσκολίες. Εδώ και αρκετά χρόνια, διάφοροι μελετητές (π.χ. Μ. Π. Μουστερής, Γιάννης Κατσούρης, Χρήστος Χατζηαθανασίου[1] κ. ά.) έκαναν λόγο για θεατρικές εκδόσεις που λανθάνουν και σημείωναν ότι ο εντοπισμός τους θα έριχνε περισσότερο φως στην ιστορία του κυπριακού θεάτρου. Η ελλαδική βιβλιογραφική έρευνα των τελευταίων ετών κατάστησε δυνατό τον εντοπισμό του πρώτου θεατρικού έργου του Θεόδουλου Κωνσταντινίδη Δύο εισέτι του έρωτος θύματα ή τα κατ’ Ευανθίαν και Αγησίλαον. Δράμα εις πράξεις τρεις. Εν Σμύρνη, Τύποις Νικολάου Α. Δαμιανού, 1873.
Το θεατρικό αυτό έργο ήταν γνωστό στην κυπριακή βιβλιογραφία, εδώ και χρόνια, αλλά μονάχα ως τίτλος, αφού το έργο λάνθανε μέχρι πρόσφατα. Ο εντοπισμός του έγινε δυνατός χάρη σε βιβλιογραφική εργασία της θεατρολόγου Χρυσόθεμης Σταματοπούλου- Βασιλάκου, που δημοσιεύτηκε το 2006.[2] Με βάση τις πληροφορίες της Βασιλάκου, έχω εντοπίσει το βιβλίο στη Βιβλιοθήκη του Θεατρικού Μουσείου της Αθήνας, η διεύθυνση του οποίου μου επέτρεψε να εξασφαλίσω ένα αντίγραφο του έργου, και γι’ αυτό την ευχαριστώ. Η ίδια πληροφορία, για τον εντοπισμό του εν λόγω θεατρικού έργου στη Βιβλιοθήκη του Θεατρικού Μουσείου, υπάρχει, όπως με έχει πληροφορήσει ο Επίκουρος Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου Λευτέρης Παπαλεοντίου, και στη Βιβλιογραφία των Φίλιππου Ηλιού και Πόπης Πολέμη, που έχει εκδοθεί, επίσης το 2006, από το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο[3].
Το υπό συζήτηση θεατρικό έργο είναι το πρώτο από τα τρία θεατρικά έργα του Θεόδουλου Κωνσταντινίδη, που είναι γνωστός και ως πρωτοπόρος της κυπριακής δημοσιογραφίας, και σε αντίθεση με τα δύο άλλα (Πέτρος Α [...], Κάιρο, 1874 και Κουτσούκ Μεχεμέτ, Αλεξάνδρεια, 1888), δεν είναι ιστορικό δράμα. Η υπόθεση διαδραματίζεται στη Λάρνακα, τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ο Φιλοκτήτης, δόλιος και πανούργος έμπορος προσπαθεί να ξελασπώσει οικονομικά επιχειρώντας να παντρευτεί την κατά πολύ νεότερή του και πλούσια, Ευανθία, η οποία όμως αγαπά τον αρραβωνιαστικό της, όμορφο νέο Αγησίλαο, που είναι ποιητής αλλά χωρίς τα πλούτη, που ο Φιλοκτήτης διατείνεται ότι έχει. Για να εξουδετερώσει τον αντίμαχό του, ο τυχοδιώκτης έμπορος καταφεύγει στην πλαστογράφηση μιας επιστολής, γραμμένης δήθεν από τον Αγησίλαο και στην οποία ο τελευταίος υποτίθεται ότι γράφει στην Ευανθία πως δεν την αγαπά πια. Μόλις πέφτει στα χέρια της κοπέλας το γράμμα αυτό, χάνει τα λογικά της και δεν μπορεί πια να ακούσει την επίμονη διαβεβαίωση του αρραβωνιαστικού της ότι εξακολουθεί να την αγαπά με το ίδιο πάθος, με αποτέλεσμα να αυτοκτονήσει. Στον θάνατο την ακολουθεί σε λίγο και ο απαρηγόρητος Αγησίλαος.
Θα’ λεγε κανείς ότι έχουμε να κάνουμε με ένα κοινότυπο ρομαντικό δράμα. Ωστόσο, το έργο αυτό πέρα από τη σημασία που έχει ως ένα από τα παλαιότερα κείμενα του κυπριακού θεάτρου (προηγείται το Η Κύπρος και οι Ναΐται του Γεώργιου Σιβιτανίδη, 1869), είναι αξιοπρόσεκτο και για τις υποδόριες αλλά δραστικές αιχμές κατά της τουρκικής διοίκησης του νησιού, λίγα χρόνια πριν από τη μετάβαση στην αγγλοκρατία. Ο Αγησίλαος περιήλθε διάφορα μέρη του νησιού, το Τρόοδος, τη Σαλαμίνα και τη Λευκωσία. Στην τελευταία «την πατρίδα έκλαυσε ταλαιπωρουμένην» καθισμένος «υπό την σκιάν του πλατάνου της» και έχοντας απέναντί του την Αγία Σοφία (σελ. 58). Στη Σαλαμίνα, εξάλλου, θρήνησε «την θανούσαν της πατρίδος δόξαν» και αναρωτιόταν τι θα έλεγε ο Ευαγόρας, αν σηκωνόταν από τον τάφο του και έβλεπε τη σκλαβιά της Κύπρου. Λέγει στον φίλο του Νικόλαο: «Μ’ αυτόν, αδελφέ, έπεσε και η δόξα της˙ η πτώσις του βαρείαν επέγραψεν εις τα στήθη της πληγήν – σήμερον δε η τάλαινα ομοιάζει γηραλέαν δρυν, της οποίας οι σκώληκες κατατρώγουσι το γιγαντώδες στέλεχος και αδυνατεί και μαραίνεται» (σελ. 59). Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι την ίδια σχεδόν λεκτική διατύπωση χρησιμοποιεί ο Κωνσταντινίδης στον πρόλογο του ιστορικού του δράματος Κουτσούκ Μεχεμέτ, θέλοντας να διεκτραγωδήσει τα δεινά που επεσώρευσε στην Κύπρο η μακρόχρονη τουρκοκρατία: «Η Κύπρος ετέθη τελευταίως υπό ζυγόν, ο οποίος επί τρεις όλους αιώνας καταθλίβει και ως σκώληξ κατατρώγει το γιγαντώδες αυτής στέλεχος» (σελ. γ). Η πιο πάνω εικόνα του άρρωστου γέρικου δέντρου μάς θυμίζει το «ύλαντρον καβάτζιν», με το οποίο παρομοιάζεται η ρωμιοσύνη από τον Βασίλη Μιχαηλίδη. Επομένως, η προγενέστερη έρευνα για τις πηγές της «9ης Ιουλίου» (Κατσούρης, Πιερής, Κασίνης) μπορεί, τώρα να συμπληρωθεί με την αξιοποίηση του Δύο Εισέτι του Έρωτος Θύματα ..., που πιθανότατα αποτέλεσε μιαν από τις πηγές του Μιχαηλίδη.
Βέβαια, η πιο προσεκτική και ψύχραιμη μελέτη του πιο πάνω θεατρικού έργου είναι δυνατό να αποδείξει ότι αυτό είναι από τα ελάχιστα δράματα των αρχών του κυπριακού θεάτρου, που θα μπορούσαν και σήμερα ακόμη να ανεβαστούν στη σκηνή, γιατί (σε αντίθεση με τα υπόλοιπα) διακρίνεται από αρκετά στοιχεία θεατρικότητας (όπως π.χ. έντονες συγκρούσεις, συνδυασμός μονολόγων με στιχομυθίες, που ελκύουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ωτακουστές, δραματική ειρωνεία κλπ.).
Εξάλλου, στο πρώτο αυτό θεατρικό έργο του Θ. Κωνσταντινίδη θεματοποιείται η σχέση του ρομαντικού ποιητή με την κοινωνία και εντοπίζεται το καθαρά ρομαντικό μοτίβο της ανταρσίας του ατόμου απέναντι σε έναν εχθρικό περίγυρο, που αδυνατεί να προσλάβει και να εκτιμήσει τις εξαιρετικές ικανότητες του άνωθεν προικισμένου με διαίσθηση και φαντασία ποιητή[4]. Επομένως, η έρευνα θα μπορούσε να στραφεί προς τον εντοπισμό άλλων ομόθεμων θεατρικών έργων της νεοελληνικής δραματουργίας, για να διαφανεί αν έχουμε να κάνουμε με έναν κοινό θεματικό τόπο, ή αν το εν λόγω θέμα δεν εντοπίζεται με μεγάλη συχνότητα στο νεοελληνικό θέατρο.
2. Κύριλλος Παυλίδης, Η Δημαρχίτις. Κωμωδία εις πράξιν μίαν, χ.χ. , 1910.
Η πιο πάνω δεκασέλιδη μονόπρακτη κωμωδία του Κύριλλου Παυλίδη (1870-1950), βρίσκεται στη Βρετανική Βιβλιοθήκη (British Library) και ο εντοπισμός της έγινε δυνατός χάρη σε διασταύρωση πληροφοριών που πήρα από τους Λευτέρη Παπαλεοντίου, Φοίβο Σταυρίδη και Γιάννη Κατσούρη, τους οποίους και ευχαριστώ. Βέβαια, δημαρχίτις είναι μια μεταφορική ασθένεια και σημαίνει την παθολογική επιθυμία να γίνει κανείς δήμαρχος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, υποψήφιος δήμαρχος είναι ο Ευήθης Ηλιθιάδης, ο οποίος συντάσσει έναν κατάλογο με προεκλογικές υποσχέσεις, επαγγελλόμενος, ανάμεσα σε άλλα την επίστρωση όλων των δρόμων με πεντελικό μάρμαρο και τη δημιουργία ενός απέραντου φρενοκομείου [!]. Τον άρρωστο προσπαθεί να προσγειώσει ο υπηρέτης του, Συνέσιος, ο οποίος του θυμίζει πως στην προχωρημένη ηλικία που βρίσκεται, θα δυσκολευθεί να ανταποκριθεί στα δημαρχιακά καθήκοντα. Στο σπίτι του επίδοξου δημάρχου, που αδυνατεί να λογικευτεί, καλείται ο Δενδρολίβανος Κοθορνίδης, συντάκτης λόγων κατά παραγγελία, ο οποίος, προτού συναντηθεί με τον «ασθενή», γνωματεύει πως αυτός πάσχει από τη χρόνια και ανίατη νόσο δημαρχίτιδα και, βέβαια, ο ίδιος χαίρεται γι’ αυτό, αφού έτσι μπορεί να πωλήσει τους λόγους του. Όταν έρχεται ο υποψήφιος, αποκαλύπτεται η βλακεία του, αφού δέχεται να αγοράσει έναν έτοιμο λόγο, που ήταν γραμμένος για βουλευτή, και ανεβαίνει σε ένα τραπέζι, για να τον εκφωνήσει. Ωστόσο, ο εκφωνούμενος λόγος δεν είναι τίποτε άλλο από ένα συμπίλημα αποσπασμάτων από Δημοσθένη, Πλάτωνα και Αίσωπο, με αποδέκτες τους αρχαίους Αθηναίους και όχι τους σύγχρονους Κυπρίους. Τέλος, μέσα από μια σωρεία κωμικών παρεξηγήσεων, ο Ηλιθιάδης πληροφορείται ότι τις εκλογές κέρδισε άλλος υποψήφιος. Απογοητευμένος υποθέτει ότι μπορεί να έγινε καλπονοθεία, αλλά δεν απελπίζεται: πιστεύει ότι στις επόμενες εκλογές, η τύχη θα τον ευνοήσει και τότε θα δώσει ψήφο στις γυναίκες, τα παιδιά και τα νήπια και θα το αφαιρέσει από εκείνους που το έχουν.
Αξιοπρόσεκτα στοιχεία στη Δημαρχίτιδα είναι, από τη μια, ο σχολιασμός της αγγλικής διοίκησης των αρχών του 20ού αιώνα στην Κύπρο και, από την άλλη η ανελέητη σάτιρα της αρχομανίας, που επιτυγχάνεται τόσο με τη χρήση ονομάτων που παραπέμπουν στις αδυναμίες των προσώπων (π.χ. Ηλιθιάδης, Κοθορνίδης κλπ.), όσο και με τη γλωσσική σάτιρα, μέσα από την οποία αναδεικνύεται η αμάθεια του επίδοξου δημάρχου και καταγγέλλεται ο παρωχημένος καθαρευουσιανισμός.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Βλ. ενδεικτικά Γιάννης Κατσούρης, «Το παλιό θέατρο της Κύπρου», [Ένωση Λογοτεχνών Κύπρου], Κυπριακή Λογοτεχνία. Οι Ρίζες, Λευκωσία, 1980, 77∙ Μ. Π. Μουστερής, Χρονολογική Ιστορία του Κυπριακού Θεάτρου, Λεμεσός, 1988, 23∙ Χρ. Χατζηαθανασίου, «Τέσσερα ανέκδοτα κυπριακά θεατρικά έργα του τέλους του 19ου αιώνα», Ακτή, Καλοκαίρι 1991, τχ. 7, 326 – 333∙ σχετικά με τα το πλαίσιο της κυπριακής θεατρικής παραγωγής στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού: Λευτέρης Παπαλεοντίου, Τα πρώτα βήματα της κυπριακής λογοτεχνικής κριτικής (1880 – 1930), Λευκωσία, Πολιτιστικές Υπηρεσίες Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, 1997 (Σειρά διδακτορικών διατριβών, 1), 258-260∙ Γιάννης Κατσούρης, Το Θέατρο στην Κύπρο Α΄: 1860-1939, Λευκωσία, 2005, 26.
[2] Βλ. Χρυσόθεμις Σταματοπούλου - Βασιλάκου, Το Θέατρο στην Καθ’ Ημάς Ανατολή: Κωνσταντινούπολη-Σμύρνη. Οκτώ μελετήματα, Αθήνα, Πολύτροπον, 2006, 330.
[3] Στη σημαντική αυτή βιβλιογραφική εργασία σημειώνεται ότι το Τρία Εισέτι του Έρωτος Θύματα ... υπάρχει, εκτός από τη Βιβλιοθήκη του Θεατρικού Μουσείου της Αθήνας, και στη Βιβλιοθήκη της Μονής Ιωάννου του Θεολόγου, στην Πάτμο. Βλ. σχετικά Φίλιππος Ηλιού-Πόπη Πολέμη, Ελληνική Βιβλιογραφία 1864-1900. Συνοπτική αναγραφή, τόμ. Α (1864-1879), Αθήνα, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, 2006, 667.
4 Για τον ατομικισμό και τη φαντασία, ως ουσιώδη γνωρίσματα του ρομαντισμού, βλ. Lilian Furst, Η Προοπτική του Ρομαντισμού (μτφρ. Κλειώ Σύρμα), Αθήνα, Ψυχογιός, 83-140 και 167-235.
Λεωνίδας Δύο δυσεύρετα κυπριακά θεατρικά έργα
1. Θεόδουλος Κωνσταντινίδης, Δύο εισέτι του έρωτος θύματα ή τα κατ’ Ευανθίαν και Αγησίλαον. Δράμα εις πράξεις τρεις. Εν Σμύρνη, Τύποις Νικολάου Α. Δαμιανού, 1873.
Η έρευνα για τον εντοπισμό σπάνιων εκδόσεων θεατρικών κειμένων του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα προσκρούει σε πολλές και συχνά ανυπέρβλητες δυσκολίες. Εδώ και αρκετά χρόνια, διάφοροι μελετητές (π.χ. Μ. Π. Μουστερής, Γιάννης Κατσούρης, Χρήστος Χατζηαθανασίου[1] κ. ά.) έκαναν λόγο για θεατρικές εκδόσεις που λανθάνουν και σημείωναν ότι ο εντοπισμός τους θα έριχνε περισσότερο φως στην ιστορία του κυπριακού θεάτρου. Η ελλαδική βιβλιογραφική έρευνα των τελευταίων ετών κατάστησε δυνατό τον εντοπισμό του πρώτου θεατρικού έργου του Θεόδουλου Κωνσταντινίδη Δύο εισέτι του έρωτος θύματα ή τα κατ’ Ευανθίαν και Αγησίλαον. Δράμα εις πράξεις τρεις. Εν Σμύρνη, Τύποις Νικολάου Α. Δαμιανού, 1873.
Το θεατρικό αυτό έργο ήταν γνωστό στην κυπριακή βιβλιογραφία, εδώ και χρόνια, αλλά μονάχα ως τίτλος, αφού το έργο λάνθανε μέχρι πρόσφατα. Ο εντοπισμός του έγινε δυνατός χάρη σε βιβλιογραφική εργασία της θεατρολόγου Χρυσόθεμης Σταματοπούλου- Βασιλάκου, που δημοσιεύτηκε το 2006.[2] Με βάση τις πληροφορίες της Βασιλάκου, έχω εντοπίσει το βιβλίο στη Βιβλιοθήκη του Θεατρικού Μουσείου της Αθήνας, η διεύθυνση του οποίου μου επέτρεψε να εξασφαλίσω ένα αντίγραφο του έργου, και γι’ αυτό την ευχαριστώ. Η ίδια πληροφορία, για τον εντοπισμό του εν λόγω θεατρικού έργου στη Βιβλιοθήκη του Θεατρικού Μουσείου, υπάρχει, όπως με έχει πληροφορήσει ο Επίκουρος Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου Λευτέρης Παπαλεοντίου, και στη Βιβλιογραφία των Φίλιππου Ηλιού και Πόπης Πολέμη, που έχει εκδοθεί, επίσης το 2006, από το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο[3].
Το υπό συζήτηση θεατρικό έργο είναι το πρώτο από τα τρία θεατρικά έργα του Θεόδουλου Κωνσταντινίδη, που είναι γνωστός και ως πρωτοπόρος της κυπριακής δημοσιογραφίας, και σε αντίθεση με τα δύο άλλα (Πέτρος Α [...], Κάιρο, 1874 και Κουτσούκ Μεχεμέτ, Αλεξάνδρεια, 1888), δεν είναι ιστορικό δράμα. Η υπόθεση διαδραματίζεται στη Λάρνακα, τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ο Φιλοκτήτης, δόλιος και πανούργος έμπορος προσπαθεί να ξελασπώσει οικονομικά επιχειρώντας να παντρευτεί την κατά πολύ νεότερή του και πλούσια, Ευανθία, η οποία όμως αγαπά τον αρραβωνιαστικό της, όμορφο νέο Αγησίλαο, που είναι ποιητής αλλά χωρίς τα πλούτη, που ο Φιλοκτήτης διατείνεται ότι έχει. Για να εξουδετερώσει τον αντίμαχό του, ο τυχοδιώκτης έμπορος καταφεύγει στην πλαστογράφηση μιας επιστολής, γραμμένης δήθεν από τον Αγησίλαο και στην οποία ο τελευταίος υποτίθεται ότι γράφει στην Ευανθία πως δεν την αγαπά πια. Μόλις πέφτει στα χέρια της κοπέλας το γράμμα αυτό, χάνει τα λογικά της και δεν μπορεί πια να ακούσει την επίμονη διαβεβαίωση του αρραβωνιαστικού της ότι εξακολουθεί να την αγαπά με το ίδιο πάθος, με αποτέλεσμα να αυτοκτονήσει. Στον θάνατο την ακολουθεί σε λίγο και ο απαρηγόρητος Αγησίλαος.
Θα’ λεγε κανείς ότι έχουμε να κάνουμε με ένα κοινότυπο ρομαντικό δράμα. Ωστόσο, το έργο αυτό πέρα από τη σημασία που έχει ως ένα από τα παλαιότερα κείμενα του κυπριακού θεάτρου (προηγείται το Η Κύπρος και οι Ναΐται του Γεώργιου Σιβιτανίδη, 1869), είναι αξιοπρόσεκτο και για τις υποδόριες αλλά δραστικές αιχμές κατά της τουρκικής διοίκησης του νησιού, λίγα χρόνια πριν από τη μετάβαση στην αγγλοκρατία. Ο Αγησίλαος περιήλθε διάφορα μέρη του νησιού, το Τρόοδος, τη Σαλαμίνα και τη Λευκωσία. Στην τελευταία «την πατρίδα έκλαυσε ταλαιπωρουμένην» καθισμένος «υπό την σκιάν του πλατάνου της» και έχοντας απέναντί του την Αγία Σοφία (σελ. 58). Στη Σαλαμίνα, εξάλλου, θρήνησε «την θανούσαν της πατρίδος δόξαν» και αναρωτιόταν τι θα έλεγε ο Ευαγόρας, αν σηκωνόταν από τον τάφο του και έβλεπε τη σκλαβιά της Κύπρου. Λέγει στον φίλο του Νικόλαο: «Μ’ αυτόν, αδελφέ, έπεσε και η δόξα της˙ η πτώσις του βαρείαν επέγραψεν εις τα στήθη της πληγήν – σήμερον δε η τάλαινα ομοιάζει γηραλέαν δρυν, της οποίας οι σκώληκες κατατρώγουσι το γιγαντώδες στέλεχος και αδυνατεί και μαραίνεται» (σελ. 59). Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι την ίδια σχεδόν λεκτική διατύπωση χρησιμοποιεί ο Κωνσταντινίδης στον πρόλογο του ιστορικού του δράματος Κουτσούκ Μεχεμέτ, θέλοντας να διεκτραγωδήσει τα δεινά που επεσώρευσε στην Κύπρο η μακρόχρονη τουρκοκρατία: «Η Κύπρος ετέθη τελευταίως υπό ζυγόν, ο οποίος επί τρεις όλους αιώνας καταθλίβει και ως σκώληξ κατατρώγει το γιγαντώδες αυτής στέλεχος» (σελ. γ). Η πιο πάνω εικόνα του άρρωστου γέρικου δέντρου μάς θυμίζει το «ύλαντρον καβάτζιν», με το οποίο παρομοιάζεται η ρωμιοσύνη από τον Βασίλη Μιχαηλίδη. Επομένως, η προγενέστερη έρευνα για τις πηγές της «9ης Ιουλίου» (Κατσούρης, Πιερής, Κασίνης) μπορεί, τώρα να συμπληρωθεί με την αξιοποίηση του Δύο Εισέτι του Έρωτος Θύματα ..., που πιθανότατα αποτέλεσε μιαν από τις πηγές του Μιχαηλίδη.
Βέβαια, η πιο προσεκτική και ψύχραιμη μελέτη του πιο πάνω θεατρικού έργου είναι δυνατό να αποδείξει ότι αυτό είναι από τα ελάχιστα δράματα των αρχών του κυπριακού θεάτρου, που θα μπορούσαν και σήμερα ακόμη να ανεβαστούν στη σκηνή, γιατί (σε αντίθεση με τα υπόλοιπα) διακρίνεται από αρκετά στοιχεία θεατρικότητας (όπως π.χ. έντονες συγκρούσεις, συνδυασμός μονολόγων με στιχομυθίες, που ελκύουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ωτακουστές, δραματική ειρωνεία κλπ.).
Εξάλλου, στο πρώτο αυτό θεατρικό έργο του Θ. Κωνσταντινίδη θεματοποιείται η σχέση του ρομαντικού ποιητή με την κοινωνία και εντοπίζεται το καθαρά ρομαντικό μοτίβο της ανταρσίας του ατόμου απέναντι σε έναν εχθρικό περίγυρο, που αδυνατεί να προσλάβει και να εκτιμήσει τις εξαιρετικές ικανότητες του άνωθεν προικισμένου με διαίσθηση και φαντασία ποιητή[4]. Επομένως, η έρευνα θα μπορούσε να στραφεί προς τον εντοπισμό άλλων ομόθεμων θεατρικών έργων της νεοελληνικής δραματουργίας, για να διαφανεί αν έχουμε να κάνουμε με έναν κοινό θεματικό τόπο, ή αν το εν λόγω θέμα δεν εντοπίζεται με μεγάλη συχνότητα στο νεοελληνικό θέατρο.
2. Κύριλλος Παυλίδης, Η Δημαρχίτις. Κωμωδία εις πράξιν μίαν, χ.χ. , 1910.
Η πιο πάνω δεκασέλιδη μονόπρακτη κωμωδία του Κύριλλου Παυλίδη (1870-1950), βρίσκεται στη Βρετανική Βιβλιοθήκη (British Library) και ο εντοπισμός της έγινε δυνατός χάρη σε διασταύρωση πληροφοριών που πήρα από τους Λευτέρη Παπαλεοντίου, Φοίβο Σταυρίδη και Γιάννη Κατσούρη, τους οποίους και ευχαριστώ. Βέβαια, δημαρχίτις είναι μια μεταφορική ασθένεια και σημαίνει την παθολογική επιθυμία να γίνει κανείς δήμαρχος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, υποψήφιος δήμαρχος είναι ο Ευήθης Ηλιθιάδης, ο οποίος συντάσσει έναν κατάλογο με προεκλογικές υποσχέσεις, επαγγελλόμενος, ανάμεσα σε άλλα την επίστρωση όλων των δρόμων με πεντελικό μάρμαρο και τη δημιουργία ενός απέραντου φρενοκομείου [!]. Τον άρρωστο προσπαθεί να προσγειώσει ο υπηρέτης του, Συνέσιος, ο οποίος του θυμίζει πως στην προχωρημένη ηλικία που βρίσκεται, θα δυσκολευθεί να ανταποκριθεί στα δημαρχιακά καθήκοντα. Στο σπίτι του επίδοξου δημάρχου, που αδυνατεί να λογικευτεί, καλείται ο Δενδρολίβανος Κοθορνίδης, συντάκτης λόγων κατά παραγγελία, ο οποίος, προτού συναντηθεί με τον «ασθενή», γνωματεύει πως αυτός πάσχει από τη χρόνια και ανίατη νόσο δημαρχίτιδα και, βέβαια, ο ίδιος χαίρεται γι’ αυτό, αφού έτσι μπορεί να πωλήσει τους λόγους του. Όταν έρχεται ο υποψήφιος, αποκαλύπτεται η βλακεία του, αφού δέχεται να αγοράσει έναν έτοιμο λόγο, που ήταν γραμμένος για βουλευτή, και ανεβαίνει σε ένα τραπέζι, για να τον εκφωνήσει. Ωστόσο, ο εκφωνούμενος λόγος δεν είναι τίποτε άλλο από ένα συμπίλημα αποσπασμάτων από Δημοσθένη, Πλάτωνα και Αίσωπο, με αποδέκτες τους αρχαίους Αθηναίους και όχι τους σύγχρονους Κυπρίους. Τέλος, μέσα από μια σωρεία κωμικών παρεξηγήσεων, ο Ηλιθιάδης πληροφορείται ότι τις εκλογές κέρδισε άλλος υποψήφιος. Απογοητευμένος υποθέτει ότι μπορεί να έγινε καλπονοθεία, αλλά δεν απελπίζεται: πιστεύει ότι στις επόμενες εκλογές, η τύχη θα τον ευνοήσει και τότε θα δώσει ψήφο στις γυναίκες, τα παιδιά και τα νήπια και θα το αφαιρέσει από εκείνους που το έχουν.
Αξιοπρόσεκτα στοιχεία στη Δημαρχίτιδα είναι, από τη μια, ο σχολιασμός της αγγλικής διοίκησης των αρχών του 20ού αιώνα στην Κύπρο και, από την άλλη η ανελέητη σάτιρα της αρχομανίας, που επιτυγχάνεται τόσο με τη χρήση ονομάτων που παραπέμπουν στις αδυναμίες των προσώπων (π.χ. Ηλιθιάδης, Κοθορνίδης κλπ.), όσο και με τη γλωσσική σάτιρα, μέσα από την οποία αναδεικνύεται η αμάθεια του επίδοξου δημάρχου και καταγγέλλεται ο παρωχημένος καθαρευουσιανισμός.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Βλ. ενδεικτικά Γιάννης Κατσούρης, «Το παλιό θέατρο της Κύπρου», [Ένωση Λογοτεχνών Κύπρου], Κυπριακή Λογοτεχνία. Οι Ρίζες, Λευκωσία, 1980, 77∙ Μ. Π. Μουστερής, Χρονολογική Ιστορία του Κυπριακού Θεάτρου, Λεμεσός, 1988, 23∙ Χρ. Χατζηαθανασίου, «Τέσσερα ανέκδοτα κυπριακά θεατρικά έργα του τέλους του 19ου αιώνα», Ακτή, Καλοκαίρι 1991, τχ. 7, 326 – 333∙ σχετικά με τα το πλαίσιο της κυπριακής θεατρικής παραγωγής στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού: Λευτέρης Παπαλεοντίου, Τα πρώτα βήματα της κυπριακής λογοτεχνικής κριτικής (1880 – 1930), Λευκωσία, Πολιτιστικές Υπηρεσίες Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, 1997 (Σειρά διδακτορικών διατριβών, 1), 258-260∙ Γιάννης Κατσούρης, Το Θέατρο στην Κύπρο Α΄: 1860-1939, Λευκωσία, 2005, 26.
[2] Βλ. Χρυσόθεμις Σταματοπούλου - Βασιλάκου, Το Θέατρο στην Καθ’ Ημάς Ανατολή: Κωνσταντινούπολη-Σμύρνη. Οκτώ μελετήματα, Αθήνα, Πολύτροπον, 2006, 330.
[3] Στη σημαντική αυτή βιβλιογραφική εργασία σημειώνεται ότι το Τρία Εισέτι του Έρωτος Θύματα ... υπάρχει, εκτός από τη Βιβλιοθήκη του Θεατρικού Μουσείου της Αθήνας, και στη Βιβλιοθήκη της Μονής Ιωάννου του Θεολόγου, στην Πάτμο. Βλ. σχετικά Φίλιππος Ηλιού-Πόπη Πολέμη, Ελληνική Βιβλιογραφία 1864-1900. Συνοπτική αναγραφή, τόμ. Α (1864-1879), Αθήνα, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, 2006, 667.
4 Για τον ατομικισμό και τη φαντασία, ως ουσιώδη γνωρίσματα του ρομαντισμού, βλ. Lilian Furst, Η Προοπτική του Ρομαντισμού (μτφρ. Κλειώ Σύρμα), Αθήνα, Ψυχογιός, 83-140 και 167-235.
ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: Μικροφιλολογικά 21 (άνοιξη 2007) 20-22. Λεωνίδας Γαλάζης
1. Θεόδουλος Κωνσταντινίδης, Δύο εισέτι του έρωτος θύματα ή τα κατ’ Ευανθίαν και Αγησίλαον. Δράμα εις πράξεις τρεις. Εν Σμύρνη, Τύποις Νικολάου Α. Δαμιανού, 1873.
Η έρευνα για τον εντοπισμό σπάνιων εκδόσεων θεατρικών κειμένων του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα προσκρούει σε πολλές και συχνά ανυπέρβλητες δυσκολίες. Εδώ και αρκετά χρόνια, διάφοροι μελετητές (π.χ. Μ. Π. Μουστερής, Γιάννης Κατσούρης, Χρήστος Χατζηαθανασίου[1] κ. ά.) έκαναν λόγο για θεατρικές εκδόσεις που λανθάνουν και σημείωναν ότι ο εντοπισμός τους θα έριχνε περισσότερο φως στην ιστορία του κυπριακού θεάτρου. Η ελλαδική βιβλιογραφική έρευνα των τελευταίων ετών κατάστησε δυνατό τον εντοπισμό του πρώτου θεατρικού έργου του Θεόδουλου Κωνσταντινίδη Δύο εισέτι του έρωτος θύματα ή τα κατ’ Ευανθίαν και Αγησίλαον. Δράμα εις πράξεις τρεις. Εν Σμύρνη, Τύποις Νικολάου Α. Δαμιανού, 1873.
Το θεατρικό αυτό έργο ήταν γνωστό στην κυπριακή βιβλιογραφία, εδώ και χρόνια, αλλά μονάχα ως τίτλος, αφού το έργο λάνθανε μέχρι πρόσφατα. Ο εντοπισμός του έγινε δυνατός χάρη σε βιβλιογραφική εργασία της θεατρολόγου Χρυσόθεμης Σταματοπούλου- Βασιλάκου, που δημοσιεύτηκε το 2006.[2] Με βάση τις πληροφορίες της Βασιλάκου, έχω εντοπίσει το βιβλίο στη Βιβλιοθήκη του Θεατρικού Μουσείου της Αθήνας, η διεύθυνση του οποίου μου επέτρεψε να εξασφαλίσω ένα αντίγραφο του έργου, και γι’ αυτό την ευχαριστώ. Η ίδια πληροφορία, για τον εντοπισμό του εν λόγω θεατρικού έργου στη Βιβλιοθήκη του Θεατρικού Μουσείου, υπάρχει, όπως με έχει πληροφορήσει ο Επίκουρος Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου Λευτέρης Παπαλεοντίου, και στη Βιβλιογραφία των Φίλιππου Ηλιού και Πόπης Πολέμη, που έχει εκδοθεί, επίσης το 2006, από το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο[3].
Το υπό συζήτηση θεατρικό έργο είναι το πρώτο από τα τρία θεατρικά έργα του Θεόδουλου Κωνσταντινίδη, που είναι γνωστός και ως πρωτοπόρος της κυπριακής δημοσιογραφίας, και σε αντίθεση με τα δύο άλλα (Πέτρος Α [...], Κάιρο, 1874 και Κουτσούκ Μεχεμέτ, Αλεξάνδρεια, 1888), δεν είναι ιστορικό δράμα. Η υπόθεση διαδραματίζεται στη Λάρνακα, τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ο Φιλοκτήτης, δόλιος και πανούργος έμπορος προσπαθεί να ξελασπώσει οικονομικά επιχειρώντας να παντρευτεί την κατά πολύ νεότερή του και πλούσια, Ευανθία, η οποία όμως αγαπά τον αρραβωνιαστικό της, όμορφο νέο Αγησίλαο, που είναι ποιητής αλλά χωρίς τα πλούτη, που ο Φιλοκτήτης διατείνεται ότι έχει. Για να εξουδετερώσει τον αντίμαχό του, ο τυχοδιώκτης έμπορος καταφεύγει στην πλαστογράφηση μιας επιστολής, γραμμένης δήθεν από τον Αγησίλαο και στην οποία ο τελευταίος υποτίθεται ότι γράφει στην Ευανθία πως δεν την αγαπά πια. Μόλις πέφτει στα χέρια της κοπέλας το γράμμα αυτό, χάνει τα λογικά της και δεν μπορεί πια να ακούσει την επίμονη διαβεβαίωση του αρραβωνιαστικού της ότι εξακολουθεί να την αγαπά με το ίδιο πάθος, με αποτέλεσμα να αυτοκτονήσει. Στον θάνατο την ακολουθεί σε λίγο και ο απαρηγόρητος Αγησίλαος.
Θα’ λεγε κανείς ότι έχουμε να κάνουμε με ένα κοινότυπο ρομαντικό δράμα. Ωστόσο, το έργο αυτό πέρα από τη σημασία που έχει ως ένα από τα παλαιότερα κείμενα του κυπριακού θεάτρου (προηγείται το Η Κύπρος και οι Ναΐται του Γεώργιου Σιβιτανίδη, 1869), είναι αξιοπρόσεκτο και για τις υποδόριες αλλά δραστικές αιχμές κατά της τουρκικής διοίκησης του νησιού, λίγα χρόνια πριν από τη μετάβαση στην αγγλοκρατία. Ο Αγησίλαος περιήλθε διάφορα μέρη του νησιού, το Τρόοδος, τη Σαλαμίνα και τη Λευκωσία. Στην τελευταία «την πατρίδα έκλαυσε ταλαιπωρουμένην» καθισμένος «υπό την σκιάν του πλατάνου της» και έχοντας απέναντί του την Αγία Σοφία (σελ. 58). Στη Σαλαμίνα, εξάλλου, θρήνησε «την θανούσαν της πατρίδος δόξαν» και αναρωτιόταν τι θα έλεγε ο Ευαγόρας, αν σηκωνόταν από τον τάφο του και έβλεπε τη σκλαβιά της Κύπρου. Λέγει στον φίλο του Νικόλαο: «Μ’ αυτόν, αδελφέ, έπεσε και η δόξα της˙ η πτώσις του βαρείαν επέγραψεν εις τα στήθη της πληγήν – σήμερον δε η τάλαινα ομοιάζει γηραλέαν δρυν, της οποίας οι σκώληκες κατατρώγουσι το γιγαντώδες στέλεχος και αδυνατεί και μαραίνεται» (σελ. 59). Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι την ίδια σχεδόν λεκτική διατύπωση χρησιμοποιεί ο Κωνσταντινίδης στον πρόλογο του ιστορικού του δράματος Κουτσούκ Μεχεμέτ, θέλοντας να διεκτραγωδήσει τα δεινά που επεσώρευσε στην Κύπρο η μακρόχρονη τουρκοκρατία: «Η Κύπρος ετέθη τελευταίως υπό ζυγόν, ο οποίος επί τρεις όλους αιώνας καταθλίβει και ως σκώληξ κατατρώγει το γιγαντώδες αυτής στέλεχος» (σελ. γ). Η πιο πάνω εικόνα του άρρωστου γέρικου δέντρου μάς θυμίζει το «ύλαντρον καβάτζιν», με το οποίο παρομοιάζεται η ρωμιοσύνη από τον Βασίλη Μιχαηλίδη. Επομένως, η προγενέστερη έρευνα για τις πηγές της «9ης Ιουλίου» (Κατσούρης, Πιερής, Κασίνης) μπορεί, τώρα να συμπληρωθεί με την αξιοποίηση του Δύο Εισέτι του Έρωτος Θύματα ..., που πιθανότατα αποτέλεσε μιαν από τις πηγές του Μιχαηλίδη.
Βέβαια, η πιο προσεκτική και ψύχραιμη μελέτη του πιο πάνω θεατρικού έργου είναι δυνατό να αποδείξει ότι αυτό είναι από τα ελάχιστα δράματα των αρχών του κυπριακού θεάτρου, που θα μπορούσαν και σήμερα ακόμη να ανεβαστούν στη σκηνή, γιατί (σε αντίθεση με τα υπόλοιπα) διακρίνεται από αρκετά στοιχεία θεατρικότητας (όπως π.χ. έντονες συγκρούσεις, συνδυασμός μονολόγων με στιχομυθίες, που ελκύουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ωτακουστές, δραματική ειρωνεία κλπ.).
Εξάλλου, στο πρώτο αυτό θεατρικό έργο του Θ. Κωνσταντινίδη θεματοποιείται η σχέση του ρομαντικού ποιητή με την κοινωνία και εντοπίζεται το καθαρά ρομαντικό μοτίβο της ανταρσίας του ατόμου απέναντι σε έναν εχθρικό περίγυρο, που αδυνατεί να προσλάβει και να εκτιμήσει τις εξαιρετικές ικανότητες του άνωθεν προικισμένου με διαίσθηση και φαντασία ποιητή[4]. Επομένως, η έρευνα θα μπορούσε να στραφεί προς τον εντοπισμό άλλων ομόθεμων θεατρικών έργων της νεοελληνικής δραματουργίας, για να διαφανεί αν έχουμε να κάνουμε με έναν κοινό θεματικό τόπο, ή αν το εν λόγω θέμα δεν εντοπίζεται με μεγάλη συχνότητα στο νεοελληνικό θέατρο.
2. Κύριλλος Παυλίδης, Η Δημαρχίτις. Κωμωδία εις πράξιν μίαν, χ.χ. , 1910.
Η πιο πάνω δεκασέλιδη μονόπρακτη κωμωδία του Κύριλλου Παυλίδη (1870-1950), βρίσκεται στη Βρετανική Βιβλιοθήκη (British Library) και ο εντοπισμός της έγινε δυνατός χάρη σε διασταύρωση πληροφοριών που πήρα από τους Λευτέρη Παπαλεοντίου, Φοίβο Σταυρίδη και Γιάννη Κατσούρη, τους οποίους και ευχαριστώ. Βέβαια, δημαρχίτις είναι μια μεταφορική ασθένεια και σημαίνει την παθολογική επιθυμία να γίνει κανείς δήμαρχος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, υποψήφιος δήμαρχος είναι ο Ευήθης Ηλιθιάδης, ο οποίος συντάσσει έναν κατάλογο με προεκλογικές υποσχέσεις, επαγγελλόμενος, ανάμεσα σε άλλα την επίστρωση όλων των δρόμων με πεντελικό μάρμαρο και τη δημιουργία ενός απέραντου φρενοκομείου [!]. Τον άρρωστο προσπαθεί να προσγειώσει ο υπηρέτης του, Συνέσιος, ο οποίος του θυμίζει πως στην προχωρημένη ηλικία που βρίσκεται, θα δυσκολευθεί να ανταποκριθεί στα δημαρχιακά καθήκοντα. Στο σπίτι του επίδοξου δημάρχου, που αδυνατεί να λογικευτεί, καλείται ο Δενδρολίβανος Κοθορνίδης, συντάκτης λόγων κατά παραγγελία, ο οποίος, προτού συναντηθεί με τον «ασθενή», γνωματεύει πως αυτός πάσχει από τη χρόνια και ανίατη νόσο δημαρχίτιδα και, βέβαια, ο ίδιος χαίρεται γι’ αυτό, αφού έτσι μπορεί να πωλήσει τους λόγους του. Όταν έρχεται ο υποψήφιος, αποκαλύπτεται η βλακεία του, αφού δέχεται να αγοράσει έναν έτοιμο λόγο, που ήταν γραμμένος για βουλευτή, και ανεβαίνει σε ένα τραπέζι, για να τον εκφωνήσει. Ωστόσο, ο εκφωνούμενος λόγος δεν είναι τίποτε άλλο από ένα συμπίλημα αποσπασμάτων από Δημοσθένη, Πλάτωνα και Αίσωπο, με αποδέκτες τους αρχαίους Αθηναίους και όχι τους σύγχρονους Κυπρίους. Τέλος, μέσα από μια σωρεία κωμικών παρεξηγήσεων, ο Ηλιθιάδης πληροφορείται ότι τις εκλογές κέρδισε άλλος υποψήφιος. Απογοητευμένος υποθέτει ότι μπορεί να έγινε καλπονοθεία, αλλά δεν απελπίζεται: πιστεύει ότι στις επόμενες εκλογές, η τύχη θα τον ευνοήσει και τότε θα δώσει ψήφο στις γυναίκες, τα παιδιά και τα νήπια και θα το αφαιρέσει από εκείνους που το έχουν.
Αξιοπρόσεκτα στοιχεία στη Δημαρχίτιδα είναι, από τη μια, ο σχολιασμός της αγγλικής διοίκησης των αρχών του 20ού αιώνα στην Κύπρο και, από την άλλη η ανελέητη σάτιρα της αρχομανίας, που επιτυγχάνεται τόσο με τη χρήση ονομάτων που παραπέμπουν στις αδυναμίες των προσώπων (π.χ. Ηλιθιάδης, Κοθορνίδης κλπ.), όσο και με τη γλωσσική σάτιρα, μέσα από την οποία αναδεικνύεται η αμάθεια του επίδοξου δημάρχου και καταγγέλλεται ο παρωχημένος καθαρευουσιανισμός.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Βλ. ενδεικτικά Γιάννης Κατσούρης, «Το παλιό θέατρο της Κύπρου», [Ένωση Λογοτεχνών Κύπρου], Κυπριακή Λογοτεχνία. Οι Ρίζες, Λευκωσία, 1980, 77∙ Μ. Π. Μουστερής, Χρονολογική Ιστορία του Κυπριακού Θεάτρου, Λεμεσός, 1988, 23∙ Χρ. Χατζηαθανασίου, «Τέσσερα ανέκδοτα κυπριακά θεατρικά έργα του τέλους του 19ου αιώνα», Ακτή, Καλοκαίρι 1991, τχ. 7, 326 – 333∙ σχετικά με τα το πλαίσιο της κυπριακής θεατρικής παραγωγής στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού: Λευτέρης Παπαλεοντίου, Τα πρώτα βήματα της κυπριακής λογοτεχνικής κριτικής (1880 – 1930), Λευκωσία, Πολιτιστικές Υπηρεσίες Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, 1997 (Σειρά διδακτορικών διατριβών, 1), 258-260∙ Γιάννης Κατσούρης, Το Θέατρο στην Κύπρο Α΄: 1860-1939, Λευκωσία, 2005, 26.
[2] Βλ. Χρυσόθεμις Σταματοπούλου - Βασιλάκου, Το Θέατρο στην Καθ’ Ημάς Ανατολή: Κωνσταντινούπολη-Σμύρνη. Οκτώ μελετήματα, Αθήνα, Πολύτροπον, 2006, 330.
[3] Στη σημαντική αυτή βιβλιογραφική εργασία σημειώνεται ότι το Τρία Εισέτι του Έρωτος Θύματα ... υπάρχει, εκτός από τη Βιβλιοθήκη του Θεατρικού Μουσείου της Αθήνας, και στη Βιβλιοθήκη της Μονής Ιωάννου του Θεολόγου, στην Πάτμο. Βλ. σχετικά Φίλιππος Ηλιού-Πόπη Πολέμη, Ελληνική Βιβλιογραφία 1864-1900. Συνοπτική αναγραφή, τόμ. Α (1864-1879), Αθήνα, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, 2006, 667.
4 Για τον ατομικισμό και τη φαντασία, ως ουσιώδη γνωρίσματα του ρομαντισμού, βλ. Lilian Furst, Η Προοπτική του Ρομαντισμού (μτφρ. Κλειώ Σύρμα), Αθήνα, Ψυχογιός, 83-140 και 167-235.
Λεωνίδας Δύο δυσεύρετα κυπριακά θεατρικά έργα
1. Θεόδουλος Κωνσταντινίδης, Δύο εισέτι του έρωτος θύματα ή τα κατ’ Ευανθίαν και Αγησίλαον. Δράμα εις πράξεις τρεις. Εν Σμύρνη, Τύποις Νικολάου Α. Δαμιανού, 1873.
Η έρευνα για τον εντοπισμό σπάνιων εκδόσεων θεατρικών κειμένων του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα προσκρούει σε πολλές και συχνά ανυπέρβλητες δυσκολίες. Εδώ και αρκετά χρόνια, διάφοροι μελετητές (π.χ. Μ. Π. Μουστερής, Γιάννης Κατσούρης, Χρήστος Χατζηαθανασίου[1] κ. ά.) έκαναν λόγο για θεατρικές εκδόσεις που λανθάνουν και σημείωναν ότι ο εντοπισμός τους θα έριχνε περισσότερο φως στην ιστορία του κυπριακού θεάτρου. Η ελλαδική βιβλιογραφική έρευνα των τελευταίων ετών κατάστησε δυνατό τον εντοπισμό του πρώτου θεατρικού έργου του Θεόδουλου Κωνσταντινίδη Δύο εισέτι του έρωτος θύματα ή τα κατ’ Ευανθίαν και Αγησίλαον. Δράμα εις πράξεις τρεις. Εν Σμύρνη, Τύποις Νικολάου Α. Δαμιανού, 1873.
Το θεατρικό αυτό έργο ήταν γνωστό στην κυπριακή βιβλιογραφία, εδώ και χρόνια, αλλά μονάχα ως τίτλος, αφού το έργο λάνθανε μέχρι πρόσφατα. Ο εντοπισμός του έγινε δυνατός χάρη σε βιβλιογραφική εργασία της θεατρολόγου Χρυσόθεμης Σταματοπούλου- Βασιλάκου, που δημοσιεύτηκε το 2006.[2] Με βάση τις πληροφορίες της Βασιλάκου, έχω εντοπίσει το βιβλίο στη Βιβλιοθήκη του Θεατρικού Μουσείου της Αθήνας, η διεύθυνση του οποίου μου επέτρεψε να εξασφαλίσω ένα αντίγραφο του έργου, και γι’ αυτό την ευχαριστώ. Η ίδια πληροφορία, για τον εντοπισμό του εν λόγω θεατρικού έργου στη Βιβλιοθήκη του Θεατρικού Μουσείου, υπάρχει, όπως με έχει πληροφορήσει ο Επίκουρος Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου Λευτέρης Παπαλεοντίου, και στη Βιβλιογραφία των Φίλιππου Ηλιού και Πόπης Πολέμη, που έχει εκδοθεί, επίσης το 2006, από το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο[3].
Το υπό συζήτηση θεατρικό έργο είναι το πρώτο από τα τρία θεατρικά έργα του Θεόδουλου Κωνσταντινίδη, που είναι γνωστός και ως πρωτοπόρος της κυπριακής δημοσιογραφίας, και σε αντίθεση με τα δύο άλλα (Πέτρος Α [...], Κάιρο, 1874 και Κουτσούκ Μεχεμέτ, Αλεξάνδρεια, 1888), δεν είναι ιστορικό δράμα. Η υπόθεση διαδραματίζεται στη Λάρνακα, τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ο Φιλοκτήτης, δόλιος και πανούργος έμπορος προσπαθεί να ξελασπώσει οικονομικά επιχειρώντας να παντρευτεί την κατά πολύ νεότερή του και πλούσια, Ευανθία, η οποία όμως αγαπά τον αρραβωνιαστικό της, όμορφο νέο Αγησίλαο, που είναι ποιητής αλλά χωρίς τα πλούτη, που ο Φιλοκτήτης διατείνεται ότι έχει. Για να εξουδετερώσει τον αντίμαχό του, ο τυχοδιώκτης έμπορος καταφεύγει στην πλαστογράφηση μιας επιστολής, γραμμένης δήθεν από τον Αγησίλαο και στην οποία ο τελευταίος υποτίθεται ότι γράφει στην Ευανθία πως δεν την αγαπά πια. Μόλις πέφτει στα χέρια της κοπέλας το γράμμα αυτό, χάνει τα λογικά της και δεν μπορεί πια να ακούσει την επίμονη διαβεβαίωση του αρραβωνιαστικού της ότι εξακολουθεί να την αγαπά με το ίδιο πάθος, με αποτέλεσμα να αυτοκτονήσει. Στον θάνατο την ακολουθεί σε λίγο και ο απαρηγόρητος Αγησίλαος.
Θα’ λεγε κανείς ότι έχουμε να κάνουμε με ένα κοινότυπο ρομαντικό δράμα. Ωστόσο, το έργο αυτό πέρα από τη σημασία που έχει ως ένα από τα παλαιότερα κείμενα του κυπριακού θεάτρου (προηγείται το Η Κύπρος και οι Ναΐται του Γεώργιου Σιβιτανίδη, 1869), είναι αξιοπρόσεκτο και για τις υποδόριες αλλά δραστικές αιχμές κατά της τουρκικής διοίκησης του νησιού, λίγα χρόνια πριν από τη μετάβαση στην αγγλοκρατία. Ο Αγησίλαος περιήλθε διάφορα μέρη του νησιού, το Τρόοδος, τη Σαλαμίνα και τη Λευκωσία. Στην τελευταία «την πατρίδα έκλαυσε ταλαιπωρουμένην» καθισμένος «υπό την σκιάν του πλατάνου της» και έχοντας απέναντί του την Αγία Σοφία (σελ. 58). Στη Σαλαμίνα, εξάλλου, θρήνησε «την θανούσαν της πατρίδος δόξαν» και αναρωτιόταν τι θα έλεγε ο Ευαγόρας, αν σηκωνόταν από τον τάφο του και έβλεπε τη σκλαβιά της Κύπρου. Λέγει στον φίλο του Νικόλαο: «Μ’ αυτόν, αδελφέ, έπεσε και η δόξα της˙ η πτώσις του βαρείαν επέγραψεν εις τα στήθη της πληγήν – σήμερον δε η τάλαινα ομοιάζει γηραλέαν δρυν, της οποίας οι σκώληκες κατατρώγουσι το γιγαντώδες στέλεχος και αδυνατεί και μαραίνεται» (σελ. 59). Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι την ίδια σχεδόν λεκτική διατύπωση χρησιμοποιεί ο Κωνσταντινίδης στον πρόλογο του ιστορικού του δράματος Κουτσούκ Μεχεμέτ, θέλοντας να διεκτραγωδήσει τα δεινά που επεσώρευσε στην Κύπρο η μακρόχρονη τουρκοκρατία: «Η Κύπρος ετέθη τελευταίως υπό ζυγόν, ο οποίος επί τρεις όλους αιώνας καταθλίβει και ως σκώληξ κατατρώγει το γιγαντώδες αυτής στέλεχος» (σελ. γ). Η πιο πάνω εικόνα του άρρωστου γέρικου δέντρου μάς θυμίζει το «ύλαντρον καβάτζιν», με το οποίο παρομοιάζεται η ρωμιοσύνη από τον Βασίλη Μιχαηλίδη. Επομένως, η προγενέστερη έρευνα για τις πηγές της «9ης Ιουλίου» (Κατσούρης, Πιερής, Κασίνης) μπορεί, τώρα να συμπληρωθεί με την αξιοποίηση του Δύο Εισέτι του Έρωτος Θύματα ..., που πιθανότατα αποτέλεσε μιαν από τις πηγές του Μιχαηλίδη.
Βέβαια, η πιο προσεκτική και ψύχραιμη μελέτη του πιο πάνω θεατρικού έργου είναι δυνατό να αποδείξει ότι αυτό είναι από τα ελάχιστα δράματα των αρχών του κυπριακού θεάτρου, που θα μπορούσαν και σήμερα ακόμη να ανεβαστούν στη σκηνή, γιατί (σε αντίθεση με τα υπόλοιπα) διακρίνεται από αρκετά στοιχεία θεατρικότητας (όπως π.χ. έντονες συγκρούσεις, συνδυασμός μονολόγων με στιχομυθίες, που ελκύουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ωτακουστές, δραματική ειρωνεία κλπ.).
Εξάλλου, στο πρώτο αυτό θεατρικό έργο του Θ. Κωνσταντινίδη θεματοποιείται η σχέση του ρομαντικού ποιητή με την κοινωνία και εντοπίζεται το καθαρά ρομαντικό μοτίβο της ανταρσίας του ατόμου απέναντι σε έναν εχθρικό περίγυρο, που αδυνατεί να προσλάβει και να εκτιμήσει τις εξαιρετικές ικανότητες του άνωθεν προικισμένου με διαίσθηση και φαντασία ποιητή[4]. Επομένως, η έρευνα θα μπορούσε να στραφεί προς τον εντοπισμό άλλων ομόθεμων θεατρικών έργων της νεοελληνικής δραματουργίας, για να διαφανεί αν έχουμε να κάνουμε με έναν κοινό θεματικό τόπο, ή αν το εν λόγω θέμα δεν εντοπίζεται με μεγάλη συχνότητα στο νεοελληνικό θέατρο.
2. Κύριλλος Παυλίδης, Η Δημαρχίτις. Κωμωδία εις πράξιν μίαν, χ.χ. , 1910.
Η πιο πάνω δεκασέλιδη μονόπρακτη κωμωδία του Κύριλλου Παυλίδη (1870-1950), βρίσκεται στη Βρετανική Βιβλιοθήκη (British Library) και ο εντοπισμός της έγινε δυνατός χάρη σε διασταύρωση πληροφοριών που πήρα από τους Λευτέρη Παπαλεοντίου, Φοίβο Σταυρίδη και Γιάννη Κατσούρη, τους οποίους και ευχαριστώ. Βέβαια, δημαρχίτις είναι μια μεταφορική ασθένεια και σημαίνει την παθολογική επιθυμία να γίνει κανείς δήμαρχος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, υποψήφιος δήμαρχος είναι ο Ευήθης Ηλιθιάδης, ο οποίος συντάσσει έναν κατάλογο με προεκλογικές υποσχέσεις, επαγγελλόμενος, ανάμεσα σε άλλα την επίστρωση όλων των δρόμων με πεντελικό μάρμαρο και τη δημιουργία ενός απέραντου φρενοκομείου [!]. Τον άρρωστο προσπαθεί να προσγειώσει ο υπηρέτης του, Συνέσιος, ο οποίος του θυμίζει πως στην προχωρημένη ηλικία που βρίσκεται, θα δυσκολευθεί να ανταποκριθεί στα δημαρχιακά καθήκοντα. Στο σπίτι του επίδοξου δημάρχου, που αδυνατεί να λογικευτεί, καλείται ο Δενδρολίβανος Κοθορνίδης, συντάκτης λόγων κατά παραγγελία, ο οποίος, προτού συναντηθεί με τον «ασθενή», γνωματεύει πως αυτός πάσχει από τη χρόνια και ανίατη νόσο δημαρχίτιδα και, βέβαια, ο ίδιος χαίρεται γι’ αυτό, αφού έτσι μπορεί να πωλήσει τους λόγους του. Όταν έρχεται ο υποψήφιος, αποκαλύπτεται η βλακεία του, αφού δέχεται να αγοράσει έναν έτοιμο λόγο, που ήταν γραμμένος για βουλευτή, και ανεβαίνει σε ένα τραπέζι, για να τον εκφωνήσει. Ωστόσο, ο εκφωνούμενος λόγος δεν είναι τίποτε άλλο από ένα συμπίλημα αποσπασμάτων από Δημοσθένη, Πλάτωνα και Αίσωπο, με αποδέκτες τους αρχαίους Αθηναίους και όχι τους σύγχρονους Κυπρίους. Τέλος, μέσα από μια σωρεία κωμικών παρεξηγήσεων, ο Ηλιθιάδης πληροφορείται ότι τις εκλογές κέρδισε άλλος υποψήφιος. Απογοητευμένος υποθέτει ότι μπορεί να έγινε καλπονοθεία, αλλά δεν απελπίζεται: πιστεύει ότι στις επόμενες εκλογές, η τύχη θα τον ευνοήσει και τότε θα δώσει ψήφο στις γυναίκες, τα παιδιά και τα νήπια και θα το αφαιρέσει από εκείνους που το έχουν.
Αξιοπρόσεκτα στοιχεία στη Δημαρχίτιδα είναι, από τη μια, ο σχολιασμός της αγγλικής διοίκησης των αρχών του 20ού αιώνα στην Κύπρο και, από την άλλη η ανελέητη σάτιρα της αρχομανίας, που επιτυγχάνεται τόσο με τη χρήση ονομάτων που παραπέμπουν στις αδυναμίες των προσώπων (π.χ. Ηλιθιάδης, Κοθορνίδης κλπ.), όσο και με τη γλωσσική σάτιρα, μέσα από την οποία αναδεικνύεται η αμάθεια του επίδοξου δημάρχου και καταγγέλλεται ο παρωχημένος καθαρευουσιανισμός.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Βλ. ενδεικτικά Γιάννης Κατσούρης, «Το παλιό θέατρο της Κύπρου», [Ένωση Λογοτεχνών Κύπρου], Κυπριακή Λογοτεχνία. Οι Ρίζες, Λευκωσία, 1980, 77∙ Μ. Π. Μουστερής, Χρονολογική Ιστορία του Κυπριακού Θεάτρου, Λεμεσός, 1988, 23∙ Χρ. Χατζηαθανασίου, «Τέσσερα ανέκδοτα κυπριακά θεατρικά έργα του τέλους του 19ου αιώνα», Ακτή, Καλοκαίρι 1991, τχ. 7, 326 – 333∙ σχετικά με τα το πλαίσιο της κυπριακής θεατρικής παραγωγής στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού: Λευτέρης Παπαλεοντίου, Τα πρώτα βήματα της κυπριακής λογοτεχνικής κριτικής (1880 – 1930), Λευκωσία, Πολιτιστικές Υπηρεσίες Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, 1997 (Σειρά διδακτορικών διατριβών, 1), 258-260∙ Γιάννης Κατσούρης, Το Θέατρο στην Κύπρο Α΄: 1860-1939, Λευκωσία, 2005, 26.
[2] Βλ. Χρυσόθεμις Σταματοπούλου - Βασιλάκου, Το Θέατρο στην Καθ’ Ημάς Ανατολή: Κωνσταντινούπολη-Σμύρνη. Οκτώ μελετήματα, Αθήνα, Πολύτροπον, 2006, 330.
[3] Στη σημαντική αυτή βιβλιογραφική εργασία σημειώνεται ότι το Τρία Εισέτι του Έρωτος Θύματα ... υπάρχει, εκτός από τη Βιβλιοθήκη του Θεατρικού Μουσείου της Αθήνας, και στη Βιβλιοθήκη της Μονής Ιωάννου του Θεολόγου, στην Πάτμο. Βλ. σχετικά Φίλιππος Ηλιού-Πόπη Πολέμη, Ελληνική Βιβλιογραφία 1864-1900. Συνοπτική αναγραφή, τόμ. Α (1864-1879), Αθήνα, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, 2006, 667.
4 Για τον ατομικισμό και τη φαντασία, ως ουσιώδη γνωρίσματα του ρομαντισμού, βλ. Lilian Furst, Η Προοπτική του Ρομαντισμού (μτφρ. Κλειώ Σύρμα), Αθήνα, Ψυχογιός, 83-140 και 167-235.
ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: Μικροφιλολογικά 21 (άνοιξη 2007) 20-22. Λεωνίδας Γαλάζης